κυλικοφόρος

κυλικοφόρος
κῠλῐκ-οφόρος, ον,
A carrying cups, Hld.7.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυλικοφόρος — κυλικοφόρος, ον (Α) (για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κυλικοφόρων — κυλικοφόρος carrying cups masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλικοφορώ — κυλικοφορῶ, έω (Μ) [κυλικοφόρος] φέρνω κάτι μέσα σε ποτήρι …   Dictionary of Greek

  • κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”